συνωρίδα

συνωρίδα
η / συνωρίς, -ίδος, ΝΜΑ, και ξυνωρίδα Ν, και αττ. τ. ξυ νωρίς Α
1. ζευγάρι αλόγων ζεμένων στο ίδιο όχημα
2. (κατ' επέκτ.) κάθε ζεύγος («τέκνων ἀποσπάσας μου τὴν μόνην ξυνωρίδα», Σοφ.)
3. (στην αρχ.) άρμα που έσυραν δύο άλογα
νεοελλ.
(συν. με ειρωνική σημ.) δυάδα αδελφών, αχώριστων φίλων ή συνεργατών, δίδυμο
μσν.
κοινότητα μοναχών
αρχ.
1. (απλώς) ζεύγος αλόγων ή άλλων ζώων, όπως ημιόνων, ελεφάντων κ.ά.
2. (κυριολ. και μτφ.) καθετί το οποίο συνδέει δύο πράγματα (α. «πέδας τε χεροῑν καὶ ποδοῑν ξυνωρίδα», Αισχύλ.
β. «ὅπου γὰρ ἰσχὺς συζυγοὺσι καὶ δίκη, ποία ξυνωρὶς τῶνδε καρτερωτέρα;», Αισχύλ.)
3. νόμισμα με την εικόνα ή τον τύπο ζεύγους αλόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνήορος / συνᾱορος «στενά συνδεδεμένος» με συναίρεση τών -ηο- σε -ω- + κατάλ. -ὶς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνωρίδα — συνωρίς pair of horses fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωρικεύομαι — και αττ. τ. ξυνωρικεύομαι Α οδηγώ συνωρίδα ή επιβαίνω σε συνωρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνωρίς, ίδος μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *συνωρικός] …   Dictionary of Greek

  • συνωριστής — ὁ, Α [συνωρίζω] 1. αυτός που οδηγεί συνωρίδα 2. (για ζώα) αυτός που έλκει συνωρίδα («ἡμίονοι συνωρισταί», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • ξυνωρίδα — η (Α ξυνωρίς, ίδος) βλ. συνωρίδα …   Dictionary of Greek

  • συνωριαστής — ὁ, Α αυτός που οδηγεί συνωρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνωρίς, ίδος + κατάλ. ιαστής μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *συνωριάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”